- αγαθαρχία
- ἀγαθαρχία, η (Μ) [ἀγαθάρχης]η αρχή, η πηγή τού αγαθού (αναφέρεται στον Θεό).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγαθάρχης — ἀγαθάρχης, ο (Μ) ο Θεός ως πηγή τού αγαθού (μια από τις προσηγορίες τού Θεού από τον Θεόδωρο Λάσκαρι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαθὸν + άρχης < ἄρχω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αγαθαρχία, αγαθαρχικός] … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵՊԵՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 455 Chronological Sequence: 8c գ. ἁγαθαρχία bonivel bonitatis principium Պետն գոլ ամենայն բարւոյ կամ բարեաց. սկիզբն բարութեան. *Պիտո՛յ է մեզ աղօթիւք նախ համբառնալ (յԱստուած) որպէս ʼի բարեպետութիւն. Դիոն. ածայ. եւ Դիոն. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)